- ορμαθίζω
- μετ. нанизывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορμαθίζω — (ΑΜ ὁρμαθίζω) [ορμαθός] περνώ ομοειδή αντικείμενα σε αρμαθό, αρμαθιάζω … Dictionary of Greek
ὁρμαθίζοντες — ὁρμαθίζω string together pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαθίσαντες — ὁρμαθίζω string together aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμάθιση — η [ορμαθίζω] σχηματισμός ορμαθού, το αρμάθιασμα … Dictionary of Greek
ἐξορμαθίσας — ἐξορμαθίσᾱς , ἐκ ὁρμαθίζω string together aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)